ψηλοκρατώ

ψηλοκρατώ
Ν
(το μέσ.) ψηλοκρατουμαι και ψηλοκρατιέμαι
α) συμπεριφέρομαι ακατάδεχτα και αλαζονικά
β) καμαρώνω για την οικογενειακή μου καταγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + κρατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”